- смотреть
- смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -оρ.δ.1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•
смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•
смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•
смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•
смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•
новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.
|| μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.
|| μτφ. δίνω προσοχή•вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).
2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.3. επιβλέπω, παρακολουθώ•смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.
|| εξετάζω•доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.
|| (παλ.) επιθεωρώ•генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.
4. είμαι εστραμμένος•окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•
пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.
5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•
смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•
смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.
7. θέλω να γίνω•она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).
8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.9. προστκ. -и κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.εκφρ.смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•смотреть смерти – βλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•-я по чему – κρίνοντας από το ότι•что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).смотреться1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.